Δαμβέργης

Δαμβέργης
Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Ρέθυμνο της Κρήτης. 1. Ιωάννης. Πρόκριτος που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αντιπροσώπευσε την επαρχία Ρεθύμνης στο πρώτο επαναστατικό συμβούλιο στα Σφακιά. Επικεφαλής σώματος πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Το 1824 οι Τούρκοι της Κρήτης τον έσφαξαν και πούλησαν δύο γιους του στην Αίγυπτο. Μεσολάβησαν όμως οι Γάλλοι και τελικά απελευθερώθηκαν. 2. Κωνσταντίνος (1800 – 1889). Γιος του Ιωάννη Δ. (βλ. 1.). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Στρ. Δεληγιαννάκη. 3. Νικόλαος. Γιος του Ιωάννη Δ. (βλ. 1.), κοντά στον οποίο πολέμησε. Ως γραμματέας της συνέλευσης στον Μυλοπόταμο έγραψε το ψήφισμα διαμαρτυρίας για τον αποκλεισμό της Κρήτης από τα όρια του ελληνικού κράτους που δημιουργήθηκε μετά την Επανάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δαμβέργης, Αναστάσιος — (Μύκονος 1857 – Αθήνα 1920). Καθηγητής της φαρμακολογίας. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στη Χαϊδελβέργη και στο Βερολίνο. Το 1892 ανέλαβε την έδρα της φαρμακευτικής χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του. Έκανε… …   Dictionary of Greek

  • Δαμβέργης, Ιωάννης — (Ηράκλειο Κρήτης 1862 – Αθήνα 1938). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μετά την αποφοίτησή του ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Εβδομάς και, για ένα διάστημα, της… …   Dictionary of Greek

  • εβδομάς — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα που εκδόθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1880. 2. Εφημερίδα της Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια, 1903). 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα της Αλεξάνδρειας, με ιδρυτή τον Σ. Σκληρό. Η εφημερίδα αυτή, που υπήρξε βραχύβια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”